Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», ο εγκλωβισμός της «Αριστεράς» και η Στρατηγική της Έντασης

του Όθωνα Κουμαρέλλα*

Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε, όχι με έκπληξη βεβαίως, τη σταδιακή μεταβολή του πολιτικού κλίματος στη χώρα, όπου από ένα περιβάλλον έντονης αμφισβήτησης των επιλογών των μνημονιακών κυβερνήσεων, που έμοιαζαν μέχρι πριν λίγους μήνες σαν ζαλισμένα κοτόπουλα, η κατάσταση δείχνει να σταθεροποιείται και η τρικομματική κυβέρνηση να μπορεί, να επιβάλει τη δική της ατζέντα στις εξελίξεις.

Μολονότι, η κατάσταση επί της ουσίας παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη και τα πάντα μπορούν να συμβούν από τη μια ‘μέρα στην άλλη, η προοπτική της ανατροπής φαντάζει όλο και πιο απόμακρη, ο κόσμος ολοένα και περισσότερο εγκλωβισμένος στα προσωπικά του αδιέξοδα, δείχνει να στρέφεται πιο πολύ στη πολιτική «σταθερότητα» ως τη μόνη διέξοδο και τη μόνη ελπίδα στοιχειώδους ανάκαμψης. Το «σύνδρομο της Στοκχόλμης» είναι εδώ.

Σε αυτό βοήθησε ο τερματισμός των διαγκωνισμών μεταξύ των μνημονιακών εταίρων για το ποιος θα εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των επικυρίαρχων και των ξένων δανειστών, που έκανε κατορθωτή τη ψήφιση και την εφαρμογή των πιο σκληρών μέτρων του 3ου μνημονίου χωρίς προβλήματα. Η αμέριστη πλέον συμπαράσταση των ξένων στη τρικομματική...
κυβέρνηση, αφού αφ’ ενός δεν φαίνονταν άλλη εναλλακτική στον ορίζοντα, αφ’ ετέρου η τρικομματική συγκυβέρνηση έπεισε για τις «καλές» της προθέσεις ως προς αυτούς, αφήνοντας οριστικά πίσω τις όποιες παλινωδίες είχαν προϋπάρξει με τις κυβερνήσεις Παπανδρέου. Έτσι, ήλθε η εκταμίευση της περίφημης τρίτης δόσης και μάλιστα ενισχυμένης, που έδωσε «φτερά» στους γνωστούς προπαγανδιστικούς μηχανισμούς για να οδηγήσουν τμήματα της ταλαιπωρούμενης «μεσαίας» τάξης, να σκέπτονται ότι «με τούτους ‘δω, που είναι και τρικολόρ, κάτι καλό μπορεί να βγει». Ταυτόχρονα, άλλα τμήματα της να το «παίρνουν απόφαση», ότι έτσι έχουν τα πράγματα, όσο άσχημα κι αν είναι και δεν μπορεί να γίνει κάτι άλλο, να φοβούνται «τα χειρότερα» και να μην εμπιστεύονται, αντίθετα να βλέπουν με καχυποψία ρηξικέλευθες προτάσεις στον αντίποδα της ακολουθούμενης πολιτικής.

Στην αλλαγή αυτή του κλίματος συμβάλλει αποφασιστικά η στάση και η εν γένει πολιτική των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων.

Η νεοναζιστική «Χρυσή Αυγή» γρυλίζει δείχνοντας τα δόντια της, συσπειρώνοντας οτιδήποτε λούμπεν δεν την είχε ακολουθήσει μέχρι τώρα, αποτελεί όμως αποκρουστική προοπτική για τα μεσοστρώματα  και τον «καθωσπρεπισμό» τους. Παραμένει ως «χρυσή» εφεδρεία γι’ αυτά που μέλει να ακολουθήσουν.

Οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» προσπαθώντας να εκφράσουν ένα ριζοσπαστικοποιημένο κομμάτι της λεγόμενης «λαϊκής» δεξιάς, έχουν εγκλωβιστεί στις αντιφάσεις του ευρωκεντρισμού τους και των νεοφιλελεύθερων επιλογών στην οικονομία και ενός ριζοσπαστισμού που εκφράζεται με «πατριωτικές» κορώνες στις τοποθετήσεις του αρχηγού τους, που φαντάζουν δημαγωγικές και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Οι διασπάσεις κορυφής και το φυλλορρόημα στη βάση είναι φαινόμενο μάλλον μη αναστρέψιμο, μολονότι μετά την αποχώρηση των γνωστών στελεχών και ως απάντηση στη διάσπαση, ενισχύθηκε η αντιμνημονιακή και αντικαθεστωτική ρητορική τους.

Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΕΚΜ με όρους καθεστωτικού κοινοβουλευτικού παιγνίου, φαντάζει ανεπαρκέστατος ως αξιωματική αντιπολίτευση, παρά τις προσπάθειες της ηγεσίας του. Εγκλωβισμένος και αυτός στις αυταπάτες της ενωμένης Ευρώπης και με έντονες τις εθνομηδενιστικές αντιλήψεις μερίδας των στελεχών του, αδυνατεί να ξεφύγει από τις κραυγαλέες αντιφάσεις μεταξύ της ανάγκης να πείσει, ότι αποτελεί μια σοβαρή και ήρεμη μεταρρυθμιστική δύναμη στα πλαίσια του καθεστώτος και να διεκδικήσει έτσι την εξουσία, ως άλλος «χαλίφης» στη θέση του «χαλίφη» και της ανάγκης να εκφράσει τα πιο συνειδητοποιημένα και ριζοσπαστικά στοιχεία της κοινωνίας και να δώσει τη μάχη στη κατεύθυνση της ανατροπής. Πατώντας σε πολλές βάρκες ταυτόχρονα δεν πείθει, κινδυνεύει να καταποντιστεί, παράλληλα με την ιλιγγιώδη ενσωμάτωσή του στο «σύστημα». Τελικά αποδεικνύεται πολύ πιο εύκολος αντίπαλος για το καθεστώς και στόχος για τους μηχανισμούς προπαγάνδας, απ’ ό,τι μπορούσε να φανταστεί κάποιος μόλις πριν λίγους μήνες.

Ακόμα και τα ταξίδια του αρχηγού του στη Λατινική Αμερική και η συνάντησή του με τον Σόϊμπλε, μάλλον ως επιβεβαίωση της ενσωμάτωσής του λειτούργησαν. Ενώ η προσεχής επίσκεψή του κ. Τσίπρα στις Η.Π.Α., ως διαβατήριο για το χρίσμα της «χρυσής» εφεδρείας του καθεστώτος φαντάζει, εκθέτοντας τον στα ίδια τα μάτια των μέχρι σήμερα υποστηρικτών του, καθηλώνοντας την όποια δυναμική είχε πρόσφατα αναπτύξει μέσα στο λαϊκό κίνημα. Στη καλύτερη περίπτωση η ηγεσία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. βλέπει το τυρί, αλλά όχι τη φάκα. Η αποδοχή της από τα κέντρα της Ευρώπης και των Η.Π.Α., εάν δεν σηματοδοτούν τον πλήρη εναρμονισμό του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με τις επιλογές των επικυρίαρχων «άνευ όρων και αμετάκλητα», ως καλοστημένη παγίδα μοιάζουν.

Το Κ.Κ.Ε. το πάλαι ποτέ πρωτοπόρο κόμμα της εργατικής τάξης με τη πολύ μεγαλύτερη ιδεολογική και πολιτική επιρροή από τα εκλογικά του ποσοστά, που αντικειμενικά θα μπορούσε, να ηγηθεί σήμερα ενός λαϊκομετωπικού σχήματος ανατροπής με πολύ σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, περιχαρακώνεται ολοένα και περισσότερο στις σεχταριστικές λογικές της ηγετικής του ομάδας και των γραφειοκρατικών εσωτερικών του μηχανισμών. Αδυνατεί να αναλύσει στοιχειωδώς τη κατάσταση και δείχνει να αδιαφορεί πλήρως για τα τεκταινόμενα. Αντί να προσπαθήσει να παίξει ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, καταγγέλλει ως αντιδραστική αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση, αφού δεν την ελέγχει, περιθωριοποιούμενο ολοταχώς.

Διάφορες άλλες ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αναλώνονται κι αυτές με τη σειρά τους σε αντικαπιταλιστικούς και αντιφασιστικούς βερμπαλισμούς, χωρίς να μπορούν να δώσουν τη παραμικρή διέξοδο και προοπτική στον κόσμο που υποφέρει.

Υπάρχει επίσης, μια πανσπερμία διαφόρων ομάδων και ακτιβιστικών οργανώσεων, με πολύ μικρότερη απήχηση, αφού δεν καταφέρνουν να εκφέρουν ένα συγκροτημένο πολιτικό λόγο και να προτείνουν συνολική ρεαλιστική πολιτική λύση. Άλλες είναι απλά σφραγίδες με τους επικεφαλής τους να ψάχνουν τρόπο για την εξασφάλιση μιας κοινοβουλευτικής έδρας στις εκλογές όποτε και αν αυτές γίνουν, άλλες αναλώνονται σε ακτιβισμούς περιορισμένης εμβέλειας και για συγκεκριμένα θέματα. Άλλες είναι κατασκευάσματα μυστικών υπηρεσιών και λειτουργούν αποπροσανατολιστικά και ως «πέμπτη φάλαγγα» μέσα στο λαϊκό κίνημα.

Υπάρχουν όμως και δυνάμεις που έγκαιρα ανέλυσαν τη κατάσταση, απευθύνονται με συγκροτημένο πολιτικό λόγο σε όλη τη Κοινωνία και προτείνουν συγκεκριμένες ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις στον αντίποδα της πολιτικής που ακολουθείται. Δεν έχουν όμως, αποκλεισμένες ολοκληρωτικά καθώς είναι από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και με τεράστιες οργανωτικές αδυναμίες,  καταφέρει ακόμα να ξεπεράσουν το κρίσιμο εκείνο σημείο που θα τις φέρει στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων. Το αν και πότε θα συμβεί αυτό μέλει να αποδειχθεί.

Η Κοινωνία έτσι, εξακολουθεί να βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση. Ένα μικρό τμήμα της που δεν πλήττεται άμεσα από τις μνημονιακές πολιτικές, αν δεν επωφελείται κιόλας απ’ αυτές, αισθάνεται ολοένα και πιο ασφαλές τώρα με τη τρικομματική συγκυβέρνηση που πήρε μάλιστα τη δόση και απετράπει, έστω προσωρινά,  ο κίνδυνος μιας επιστροφής στη δραχμή. Ένα άλλο επαναπαύεται με την αυταπάτη, ότι τουλάχιστον δεν μας έδιωξαν από την ευρωζώνη. Ένα τρίτο τμήμα της θέλει να ελπίζει, μεταπίπτει στην απελπισία αντιλαμβανόμενο τα αδιέξοδα και αυτοεξουδετερώνεται παραμένοντας άπραγο, περιμένοντας την «εξ ύψους» βοήθεια. Υπάρχει όμως κι ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας που αν και απογοητευμένο από τις εξελίξεις και μη εκπροσωπούμενο πολιτικά, ψάχνεται και προσπαθεί να βρει τον τρόπο αντίδρασης και το πολιτικό υποκείμενο που θα το καθοδηγήσει.

Και σε αυτό ακριβώς το σημείο έρχεται να ξεδιπλωθεί ένα πολύ καλά οργανωμένο σχέδιο «έμπρακτης» προπαγάνδας με στόχευση συνολικά τη κοινωνία και κάθε επί μέρους target group εντός της, αλλά με αντικείμενο την απονεύρωση και την τελική εξουδετέρωση του πιο συνειδητοποιημένου και δυναμικού τμήματος της, από τη πλευρά του καθεστώτος. Ένα σχέδιο που εξελίσσεται αποκτώντας κάθε φορά καινούργια χαρακτηριστικά και θα καταλήξει στην υλοποίηση μιας πραγματικής «στρατηγικής της έντασης», που εμφανίστηκαν ήδη τα πρώτα σημάδια της.

Θέλουν αίμα οι επικυρίαρχοι. Και το θέλουν, γιατί αντιλαμβάνονται, ότι μόνον έτσι θα εμπεδώσουν οριστικά και αμετάκλητα το καθεστώς τους, που μέχρι πριν λίγους μήνες έμοιαζε να τρίζει. Γνωρίζουν όμως πολύ καλά, ότι οι χαρές και τα πανηγύρια με την είσπραξη της δόσης δεν θα κρατήσουν πολύ και οι ευνοϊκές συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά τις εκλογές γι’ αυτούς, θα ανατραπούν σύντομα κάτω από το βάρος των αδιεξόδων της ακολουθούμενης πολιτικής. Ακριβώς γιατί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, που μπορεί να γίνει και πλειοψηφικό, μολονότι βρίσκεται πολιτικά «άστεγο» και σε σύγχυση, υφίσταται τις συνέπειες τις πολιτικής τους και αργά ή γρήγορα θα βρει τους τρόπους να αντιδράσει και μάλιστα δυναμικά. Αυτό το κομμάτι της κοινωνίας είναι ο πραγματικός στόχος αυτής της στρατηγικής που αναπτύσσεται ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα.

Στη πρώτη φάση αυτής της στρατηγικής της «έμπρακτης» προπαγάνδας ήταν ακριβώς η διασπορά της σύγχυσης μέσω της δημιουργίας φρούδων ελπίδων. Η κυβέρνηση προσπαθεί, μάχεται για την ανάκτηση της «αξιοπιστίας» της χώρας. Η χώρα να μπορέσει να σταθεί όρθια. Εκκλήσεις στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Καθένας που αντιδρά παύει να είναι πατριώτης. Υπέρτατο εθνικό καθήκον «να πάρουμε τη δόση». Με τη «δόση» θα στρωθεί ο δρόμος με ροδοπέταλα και η «ανάπτυξη» προ των πυλών. Να ήδη πετύχαμε και ξεπεράσαμε τα δύσκολα, αποκαταστάθηκε η αξιοπιστία, πήραμε τη δόση. Χαράς ευαγγέλια! Όλα τα άλλα, όπως η ανεργία, η συστηματική φτωχοποίηση, το ξεπούλημα, απλά λεπτομέρειες έστω κι ενοχλητικές.

Στην ίδια λογική η «αποκατάσταση» του αισθήματος «ασφαλείας» των πολιτών. Τι κι αν η χώρα έχει παραδοθεί στην ολοένα αυξανόμενη εγκληματικότητα, τι κι αν οι μηχανισμοί της αστυνομίας που απευθύνονται πράγματι στη προστασία του πολίτη αποδυναμώνονται συστηματικά. Το πρόβλημα της ασφάλειας, εντοπίζεται στη καταστολή των διαδηλώσεων και υιοθετώντας λογικές της «Χρυσής Αυγής», μετατοπίζεται στους ξένους μετανάστες αρχικά, με τις επιχειρήσεις αμφίβολης αποτελεσματικότητας τύπου «Ξένιος Ζεύς», στην επιλεκτική δίωξη επίσης μεταναστών σε χώρους παραεμπορίου και τελευταία στο χώρο των καταλήψεων εγκαταλελειμμένων κτιρίων από ομάδες νεαρών «αντιεξουσιαστών». Έτσι, παρατηρούμε πακτωλό χρημάτων να κατευθύνεται σε βαρύ οπλισμό των μονάδων καταστολής που ενισχύονται επίσης με προσωπικό που αριθμεί πλέον δεκάδες χιλιάδες σιδηρόφρακτων πραιτοριανών τύπου «ρομποκόπ», σε βάρος βέβαια της πραγματικής ανάγκης για αστυνόμευση και προστασία από την εγκληματικότητα. Αυτή αφήνεται σταδιακά στην ευθύνη των ιδιωτικών εταιριών «security», για όποιον έχει βέβαια να πληρώνει.

Η αντιστροφή αυτή, που φαίνεται να «πιάνει» σε τμήματα της κοινωνίας, στηρίζεται σε ένα λογικό υπόβαθρο, όπως κάθε «καλή» προπαγάνδα. Η λαθρομετανάστευση έχει δημιουργήσει πολύ μεγάλα προβλήματα σε υποβαθμισμένες περιοχές και είναι, έτσι κι αλλιώς, ενοχλητικό φαινόμενο για τους περισσότερους. Έτσι, η οποιαδήποτε προσπάθεια, είτε είναι ειλικρινής, είτε γίνεται για το θεαθήναι, για περιστολή του φαινομένου δεν μπορεί παρά να γίνεται ευνοϊκά αποδεκτή, πολύ περισσότερο που η λαθρομετανάστευση έχει από καιρό και έντεχνα ενοχοποιηθεί για περίπου το σύνολο των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Τα επεισόδια που προκαλεί η «Χρυσή Αυγή» σε βάρος μεταναστών, υποβαθμίζονται από τα ΜΜΕ, ενώ «ατυχήματα» όπως αυτό της στυγερής δολοφονίας του νεαρού πακιστανού, από τους έχοντες ξεφύγει μπροστά και μη ελεγχόμενους «χρυσαυγίτες» χρησιμοποιούνται για «αντιρατσιστικές» κορώνες, όλων αυτών που ήδη έχουν εντάξει το φυλετικό μίσος στη στρατηγική του κοινωνικού αυτοματισμού και του κατατεμαχισμού του κοινωνικού ιστού σε αντίπαλα και συγκρουόμενα μεταξύ τους «στρατόπεδα».

Το ίδιο ενοχοποιημένη είναι και η μερίδα της νεολαίας που «ανήκει» στον λεγόμενο «αναρχοαυτόνομο» χώρο, που του αποδίδεται περίπου κάθε τι παραβατικό, κάθε επεισόδιο, κάθε εμπρησμός, μολονότι υπάρχει πληθώρα μαρτυριών και οπτικοακουστικού υλικού, ότι πίσω από τα επεισόδια και τους εμπρησμούς κρύβεται τις περισσότερες φορές το βαθύ κράτος με τους προβοκάτορες που οι ίδιες οι δυνάμεις καταστολής καλύπτουν. Το ότι οι πολίτες παραμένουν έρμαια της καθημερινής εγκληματικότητας, όπως αυτή εκδηλώνεται με διαρρήξεις, κλοπές, ληστείες ακόμα και φόνους κανέναν δεν απασχολεί, παρά μόνο τα θύματα.

Σε αυτό το σκέλος του σχεδίου εντάσσεται βέβαια, μαζί με τη καλλιέργεια της ελπίδας και του αισθήματος επίπλαστης «ασφάλειας», η δημιουργία της αίσθησης της πυγμής και της αποφασιστικότητας που αυτή η κυβέρνηση, σε αντιδιαστολή με όλες τις προηγούμενες, δείχνει για πρώτη δήθεν φορά, έτσι ώστε να «παταχθούν» και άλλα νοσηρά φαινόμενα όπως αυτό της «φοροδιαφυγής», ή και η τιμωρία των επίορκων δημοσίων λειτουργών. Έτσι, η λιστομαχία καλά κρατεί αποπροσανατολίζοντας από τα πραγματικά προβλήματα, προσπαθώντας να δημιουργήσει την αίσθηση στους πολίτες ότι κάτι επιτέλους κινείται και στο επίπεδο της «κάθαρσης», με το να ρίχνουν βορά στο «φιλοθεάμον» κοινό φθαρμένα πρόσωπα, που πλέον σε τίποτα δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν το καθεστώς παρά μόνο με το ρόλο τους ως άλλες «Ιφιγένειες».  Βέβαια, τα πρόσφατα καραγκιοζιλίκια στη Βουλή με τη ψηφοφορία για τη προανακριτική επιτροπή, τους χαλάει λίγο τη «μόστρα», αλλά δεν φαίνεται να «ιδρώνει» και πολύ τ’ αυτί τους.

Ταυτόχρονα εκμεταλλευόμενη την απρονοησία της λεγόμενης «Αριστεράς», που πατάει κάθε φορά την μπανανόφλουδα που της πετάνε, μεταθέτει το πεδίο της αντιπαράθεσης στο πολύ γνωστό της γήπεδο της αντιπαλότητας μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, ενισχύοντας το λεγόμενο κομματικό «πατριωτισμό» της όποιας «λαϊκής» βάσης των αντιμαχομένων κομμάτων. Λες και η πολιτική τους δεν βλάπτει εξ ίσου και τους «δεξιούς» και τους «αριστερούς». Δεν υπάρχουν πια εκμεταλλευτές, δωσίλογοι και προδότες που παραδίδουν τη πατρίδα αμαχητί στα συμφέροντα των ξένων επικυρίαρχων, αλλά οι σύγχρονοι ευρωπαϊστές «πατριώτες» που αντιπαλεύουν τον αναχρονισμό και τον λαϊκισμό της «αριστεράς», που υπονομεύει τη «προσπάθεια» της χώρας, δημιουργώντας έτσι αργά, αλλά σταθερά, ένα πραγματικό κλίμα εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης.

Η πολιτική αυτή μεταφοράς του πεδίου σύγκρουσης μεταξύ κοινωνικού υποκειμένου και πολιτικού εποικοδομήματος και με βάση αυτά καθ’ αυτά τα προβλήματα που δημιουργούν τα μνημόνια και οι πολιτικές που απορρέουν εξ αιτίας τους, αποκλειστικά στο εποικοδόμημα και μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς συνιστώσας του, αντιστοιχεί στη πράξη με αυτό που λέγεται «πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα» και ξεκίνησε από τον ίδιο τον Αντώνη Σαμαρά αμέσως μετά την αναμέτρηση της 6ης Μαΐου. Σήμερα η τακτική αυτή ως  μέρος της ευρύτερης στρατηγικής και της «έμπρακτης» προπαγάνδας που ασκείται, προσλαμβάνει επικίνδυνα χαρακτηριστικά με την επίρριψη στην «Αριστερά» και ειδικά στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κάθε τι που πάει στραβά, ή που μπορεί να ενοχλεί τη κοινή γνώμη.

Προφανώς ο πραγματικός στόχος δεν είναι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά κάθε τι προοδευτικό, κάθε τι δημοκρατικό και πατριωτικό που πηγαίνει ενάντια στην ασκούμενη πολιτική. Απλά ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., οι παλινωδίες του και η αδυναμία του έτσι να απαντήσει με θετικό τρόπο στη καθεστωτική προπαγάνδα, χρησιμοποιείται ως το ενδιάμεσο μεταφοράς ισχυρού μηνύματος προς τη κοινωνία, για το ποιος πραγματικά κάνει κουμάντο, συμβάλλοντας ταυτόχρονα σε περαιτέρω αποπροσανατολισμό και σύγχυση.

Οποιοσδήποτε δεν πειθαρχεί στις βουλήσεις του καθεστώτος και των επικυρίαρχων ντόπιων και ξένων ελίτ είναι συριζαίος, αναρχικός, υπονομευτής της «εθνικής» προσπάθειας, ενδεχομένως σε β’ φάση τρομοκράτης και πρέπει να παταχθεί. Η εθνικοφροσύνη επανέρχεται από τα παλιά δριμύτερη και το εμφυλιοπολεμικό κλίμα επίσης.

Και πως αντιδρά η «Αριστερά» σ’ όλα αυτά; Είτε απέχοντας περιχαρακούμενο το ΚΚΕ. Είτε προσπαθώντας με απολογητικό σχεδόν ύφος να δείξει καλή διαγωγή ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., μη αφήνοντας πλέον καμιά αμφιβολία για το συστημικό του ρόλο, αρκούμενο στις ενδοκοινοβουλευτικές «κοκορομαχίες», καθώς και στις αντίστοιχες των «παραθύρων» των καθεστωτικών τηλεοπτικών καναλιών. Είτε η εξωκοινοβουλευτική αριστερά με αντιδεξιές, αντιφασιστικές και αντικαπιταλιστικές συσπειρώσεις, είτε με μάχες οπισθοφυλακής ο αναρχοαυτόνομος χώρος. Αποδεχόμενοι όμως σχεδόν όλοι στη πράξη, τη χαρασσόμενη από το καθεστώς διαχωριστική γραμμή μεταξύ δήθεν της «εκσυγχρονιστικής» και «ευρωπαϊκής» κεντροδεξιάς και της «αναχρονιστικής» αριστεράς. Η παγίδευση ολοκληρώνεται.

Κανείς δεν σκέφτηκε, κανείς δεν θέλησε, κανείς δεν μπόρεσε, να επαναφέρει τη πολιτική αντιπαράθεση εκεί που πραγματικά διεξάγεται η ανηλεής σύγκρουση, δηλαδή μεταξύ της κοινωνικής βάσης που το μεγαλύτερό της μέρος εξαθλιώνεται σταδιακά και του πολιτικού εποικοδομήματος που επιτίθεται απροκάλυπτα και με πρωτοφανή βιαιότητα ενάντια στο κοινωνικό σώμα. Οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί και οι αντιλήψεις που εκπορεύονται απ’ αυτούς δεν επιτρέπουν προσεγγίσεις έξω από τα καθιερωμένα κλισέ. Το «παίγνιο» μεταξύ δεξιάς - αριστεράς βολεύει πολλούς ως φαίνεται. Καθιστάμενοι όμως έτσι όλοι συμμέτοχοι και συνένοχοι του εγκλήματος που διαπράττεται σε βάρος της χώρας και του λαού.

Ταυτόχρονα με το σκέλος του καθησυχασμού από τη μια πλευρά με το σύνθημα, ότι τα δύσκολα πέρασαν και βαδίζουμε προς την ανάπτυξη, έχοντας ανακτήσει την αξιοπιστία μας στο εξωτερικό, του αποπροσανατολισμού, της σύγχυσης και της υπόθαλψης με κάθε τρόπο του κοινωνικού αυτοματισμού από την άλλη, η στρατηγική ξεδιπλώνεται με τον ολοένα αυξανόμενο αυταρχισμό από τις δυνάμεις καταστολής, ενώ το παρακράτος κάνει ολοένα και πιο συχνά την εμφάνισή του.

Συχνά γινόμαστε μάρτυρες της χωρίς φραγμούς βίας σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται και με κάθε τι που μπορεί να δώσει πρόσχημα και δικαιολογητική βάση στη «νόμιμη» άσκηση βίας από τη πλευρά του καθεστώτος.

Πογκρόμ συλλήψεων, ξυλοδαρμών, άφθονη χρήση χημικών στη «Βίλλα Αμαλίας» στο Κέντρο της Αθήνας, στις Σκουρίες στη Χαλκιδική, αλλά και οπουδήποτε αλλού αναπτύσσονται δράσεις μη αρεστές στο καθεστώς, συνεχίζουν να δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο οι «Εξουσιαστές» εννοούν και είναι αποφασισμένοι να αντιμετωπίζουν τα οποιαδήποτε προβλήματα υπάρχουν, αν και τα έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι με την πολιτική που εφαρμόζουν διαχρονικά.

Ο αυταρχισμός αυτός δεν είναι τυχαίος, ούτε δείχνει απλά τη φασιστική νοοτροπία της τρικομματικής συγκυβέρνησης και της ξένης πατρωνίας. Εντάσσεται στο ίδιο σχέδιο «έμπρακτης» προπαγάνδας στα πλαίσια της καθυπόταξης κάθε λαϊκής αντίδρασης στις επιλογές ξεπουλήματος της χώρας και φτωχοποίησης του Ελληνικού Λαού.

Κι επειδή το καθεστώς κατανοεί πολύ καλά, ότι έρχονται πολύ δύσκολες μέρες για το ίδιο, γνωρίζοντας ότι το βάθεμα της οικονομικής κρίσης και η αποκάλυψη της νέας αποτυχίας κάθε στόχου που υποτίθεται ότι έχει τεθεί για έλεγχο των ελλειμμάτων, του χρέους και για ανάκαμψη, θα οδηγήσει γρήγορα σε εκρηκτικές καταστάσεις, λαμβάνει από τώρα τα μέτρα του. Με όλα τα παραπάνω και με την επιστράτευση πλέον και της «τρομοκρατίας». Σε λάιτ μορφή προς το παρόν, κάποια γκαζάκια, μερικοί πυροβολισμοί σε κομματικά γραφεία. Αύριο πιθανόν σε πιο σκληρές μορφές και σε ένα ελεγχόμενο «αιματοκύλισμα» με τη χρήση και των ορδών του χρυσαυγίτικου παρακράτους που καιροφυλακτεί.

Μια πραγματική στρατηγική της έντασης εξελίσσεται, τόσο σε ψυχολογικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Αν κρίνουν, ότι δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν τη κοινωνική έκρηξη, θα την προκαλέσουν, προσπαθώντας να την ελέγξουν με τους δικούς τους όρους, έστω κι αν αυτό προκαλέσει αιματοκύλισμα. Έτσι ώστε να δοθεί η δικαιολογητική βάση και η δυνατότητα πλήρους αναστολής των συνταγματικών ελευθεριών και εγκαθίδρυσης έτσι απροκάλυπτης δικτατορίας. Όχι των «συνταγματαρχών», αλλά των τραπεζιτών, με την είσοδο ξένων μισθοφορικών ταγμάτων στρατοχωροφυλακής  και την ολοκλήρωση έτσι της διάλυσης της χώρας και της οριστικής μετατροπής της σε υποσαχάριου τύπου «Ειδική Οικονομική Ζώνη».

*Ο Όθωνας Κουμαρέλλας είναι Αρχιτέκτων και μέλος της Π.Γ. του Ε.Πα.Μ.

Υ.Γ. Η επίθεση στο «the Mall» σήμερα το πρωί, έρχεται να προσθέσει ένα ακόμα λιθαράκι, επιβεβαιώνοντας τις αναλυθείσες εκτιμήσεις, ότι η στρατηγική της έντασης βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.

Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», ο εγκλωβισμός της «Αριστεράς» και η Στρατηγική της Έντασης Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», ο εγκλωβισμός της «Αριστεράς» και η Στρατηγική της Έντασης Reviewed by Διαχειριστής on Κυριακή, Ιανουαρίου 20, 2013 Rating: 5

1 σχόλιο:

  1. Μία ανάλυση πλήρης που περιλαμβάνει αντικειμενικά όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν σήμερα αυτό που ονομάζουμε πολιτική επικαιρότητα. Η επιλογή της στρατηγικής της έντασης φαίνεται ότι είναι μονόδρομος πλέον για το καθεστώς. Το θέμα είναι ο λαός να αντιληφθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται αυτές τις προθέσεις και να αντιδράσει σωστά. Και η μόνη σωστή και αλάνθαστη αντίδραση σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η οργάνωση στο χώρο δουλειάς, στη γειτονιά, στο ευρύτερο περιβάλλον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Από το Blogger.